Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

"Η βασίλισσα και οι κόρες της"

Ήτανε ένας βασιλέας και η γυναίκα του έκανε όλο κόρες. Τελευταία, που ’ταν έγκυος, της λέει: «Γυναίκα, αν ξανακάμεις κόρη, θα σε χωρίσω, δε γίνεται αλλιώς». Η κακομοίρα, ήταν έγκυος πάλι. Μηνάει της μαμής και πάει. «Μαμή, έτσι κι έτσι, τι θα γίνω, αν κάμω κόρη;». «Μη στενοχωριέσαι», της λέει η μαμή».
Πιάνουν της βασίλισσας οι πόνοι, πάει η μαμή, κάνει κόρη. Αφού έκανε κόρη, τι κάνει η μαμή; Προβέλνει πάνω στο μπαλκόνι του παλατιού και φωνάζει: «Βρε παιδάκια, βρε παιδάκια, τρέξετε, πάτε να πείτε του βασιλιά πως ήκαμε το γιο!» (κι εκείνη ήντανε κόρη). Το ντύνανε αντρικά, το στολίζανε κι ο βασιλιάς νόμιζε ότι έβλεπε το γιο.
Τα παιδιά δεν τα βαπτίζανε μικρά εκεί πέρα, όπως συνηθούντανε, μόνο τ’ αφήνανε και μεγαλώνανε. Ήρθε η ώρα που ’θελε να βαπτιστεί το παιδί. Λέει, λοιπόν, ο βασιλιάς της βασίλισσας: «Αύριο, την τάδε ώρα θα μου στείλεις το παιδί, που θα ’ρθει ο παπάς, να το βαπτίσουμε». Λέει: «Καλά». Εκείνη, η τρομάρα της, πια! Μήνυσε της μαμής και πήγε κι ηρχινίξανε, λοιπόν και συζητούσανε κι κλαίανε. Σου λέει: « Τώρα, θα σκοτώσει και σένα, θα σκοτώσει και μένα, που τον εγελάσαμε το βασιλιά!».
Τις βλέπει η κόρη, τις λέει: «Γιατί κλαίτε;». «Άστα, κόρη μου, έτσι κι έτσι. Τώρα πώς θα του πούμε του βασιλιά, που θα σε δει, ότι σε κρύψαμε και δεν ήσουνα ο γιος;». Λέει: «Μη στεναχωριέσαι, μάνα μου». Παίρνει κάμποσο χρήμα, καβαλικεύει ένα άλογο και φεύγει η κόρη.
Ο βασιλιάς, είδε που ’ργησε να πάει το παιδί και παίρνει τηλέφωνο. Λέει: «Μα πού είναι το παιδί; Δε σου είπα την τάδε ώρα να το στείλεις και περιμένουμε εδώ όλοι, τώρα;». Λέει: «Δεν ήρθε το παιδί;», (Εκείνη, τώρα, το ’ξερε, ότι έφυγε η κόρη.) «΄Αχου! Θα φοβήθηκε!. Δε θα ’ξερε τι θα του κάμετε και θα ’φυγενε» κι άρχισε να κλαίει. Με εντολή του βασιλιά, μαυροφορεί το παλάτι!...
Φεύγει, λοιπόν, η κόρη, πή(γ)αινε σ’ ένα χωριό, αλλά νύχτα. «Τώρα πού θα πάω», λέει, «νυχτιάτικο, να τραβήξω το δρόμο αυτόνε;». Βλέπει ένα σπίτι που ’χε μια μεγάλη ταράτσα. «Είπε ο Θεός να ξημερωθώ εδώ ’πο κάτω απ’ την ταράτσα και το πρωί να πάω». Μπήκε κάτω απ’ την ταράτσα το παλικάρι και κοιμήθηκε, για να σηκωθεί το πρωί, να πάρει πάλι το δρόμο του.
Ο βασιλιάς αυτού του παλατιού είχε τρεις κόρες και δεν μπορούσε να τις παντρέψει. Είχε βάλει μια ταμπέλα και ήγραφε ότι, όποιος βρεθεί πρωί, πρωί ’πο κάτω από το παλάτι θα τον κάμει γαμπρό. Αυτή δεν το πρόσεξε, λοιπόν, κοιμήθηκε.

Πρωί, πρωί που ξύπνησένε, βλέπει,… όπ! την επιάνουν στρατιώτες! Λέει: «Γιατί; Τι συμβαίνει;». Την παίρνουν μέσα, της λένε: «Έτσι κι έτσι! Έχουμε χαρτί, δεν το ’δες; Ότι, όποιος βρεθεί ’πο κάτω απ’ το παλάτι, θα γίνει γαμπρός μου; ». Δεν εμίλησε η κόρη. Τι να πει, ότι «είμαι κόρη;». Έμεινε, λοιπόν, μέσα στο σπίτι, για γαμπρός.
Η κόρη, όμως, είδε ότι δεν της έκανε τίποτι τσαχπινιά, σου λέει, δεν είναι! «Πατέρα, δεν είναι αυτός άντρας, είναι κόρη!». «Έλα, Παναγία μου, στο νου σου, που είναι κόρη!», της κάνει. «Άκου, που σου λέω, πατέρα, δεν τον εθέλω», λέει. «Ε, να βάλουμε ένα στοίχημα κι αν είναι άνδρας, θα πάει κι αν δεν είναι, δε θα πάει».
Του λέει: «Ήθελα να σε κάνω γαμπρό μου, παιδί μου, ήταν έτσι η συμφωνία, αλλά πρέπει να μου κάνεις και μια χάρη». Λέει: «Τι χάρη θέλεις, βασιλέα;». Λέει: «Θέλω να πα’ να μου φέρεις του τάδε δράκου τον καθρέφτη, που βλέπει όλον τον κόσμο!». «Καλά», του λέει αυτή.
Πήγε παρά κει και βλέπει ένα γέρο, που έκανε καλάθια. «Πού πας, παιδί μου, από δω δεν έχει τίποτα πια. Είναι μόνο μιανού δράκου το παλάτι». «Και ’γω για κει πάω», είπε και γέλασε. Του λέει: «Θα πας και θα κάνεις αυτή τη δουλειά. Μόλις μπεις απ’ την πόρτα μέσα, την πόρτα την χτυπούν όλοι οι ανέμοι. Εσύ θα την εστηλώσεις όμορφα και θα πεις: «Αχ, κι ας την είχα στο παλάτι μου!».

Θα πας παραμέσα, θα βρεις μια στέρνα, που είναι γεμάτο σκουλούκους το νερό. Θα καθαρίσεις λίγο και θα πιεις και θα πεις το ίδιο: «Να σε ’χα στο παλάτι μου!». Παρακεί θα δεις μια συκιά. Θα καθαρίσεις, όπως μπορείς ένα σύκο, θα το φας και θα πεις το ίδιο:«Να σε ’χα στο παλάτι μου!» και θα προχωρήσεις. Θα πας μέσα και, αν θα δεις το δράκο και κοιμάται, έχει τα μάτια του κλειστά. Θα προχωρήσεις ν’ αρπάξεις τον καθρέφτη και να γίνεις άφαντος!».
Ε, όπως του ’πε, λοιπό, ήκαμένε το παλικάρι. Πήγε, βλέπει την πόρτα, τη σιάχνει. Πάει παρακεί, πίνει νερό, παρακεί τρώει το σύκο, περπατάει, λοπόν και πάει μέχρι το σπίτι που ’ταν ο δράκος και τον εβλέπει κι είχενε τα κλειστά μάτια και ροχάλιζε!... Πώς κάνει, λοιπόν, αρπάζει τον καθρέφτη και κόφτει.
Ο δράκος, μόλις ήκοψε, πάει λίγο παρά κει, ξυπνάει. Αφού ξύπνησε, λοιπό, λέει της πόρτας: «Πόρτα μου, σκότωσέ τον!». «Πώς να τον εσκοτώσω», λέει, «που μ’ έχεις τόσα χρόνια και με δέρνει ο ένας άνεμος κι αυτός με στήλωσε και μου ’πε να μ’ έχει στο παλάτι του;». Περνά από την πόρτα, λέει: «Στέρνα μου, πνίξε τον!». «Τι να τον πνίξω; Εσύ, πόσα χρόνια δεν ήπιες το νερό μου: Μόνο «σκουληκιάρα» με ανέβαζες, «σκουληκιάρα» με κατέβαζες!». Περνά κι από τη στέρνα! Πάει στη συκιά, τα ίδια. Λέει: «Συκιά μου, σκότωσέ τον!». Λέει: «Τι να τον σκοτώσω, που
εσύ μ’ έχεις τόσα χρόνια και ένα σύκο δεν έφαες ’πο μένα! Όλο «σκουληκιάρα» με ανέβαζες, «σκουληκιάρα» με κατέβαζες!».
Όταν ξέφυγε πια, του λέει ο δράκος: «Αν είσαι κόρη να γίνεις άντρας κι αν είσαι άντρας, να γίνεις κόρη!». Η κοπέλα, γίνεται άντρας, μα τη χαρά της! Παίρνει τον καθρέφτη, σηκώνεται και φεύγει και, μια και δυο, τον επάει στο βασιλέα.

Ο βασιλιάς, με τη χαρά του πια, τον παντρεύει με την κόρη του! Αφού τον πάντρεψε, λοιπό, με την κόρη του, λέει ο βασιλέας της κόρης: «Είδες, που μου ’λεγες ότι είναι κόρη; Ποια κόρη μπορεί να κάνει αυτό, να πάει να πάρει του δράκου τον καθρέφτη;». Συμφωνάει και η κόρη.
Αλλά ο άλλος ο βασιλιάς ήκλαιγε, που νόμιζε ότι (ο γιος του) χάθηκε, τον εσκοτώσανε, όταν δεν πήγε να βαπτιστεί. Η μάνα το ’ξερε ότι έφυγε αυτό. Το παλάτι πια, το μαυροφόρεσε ο βασιλιάς. Εκεί που κάθουντόνε του λένε: «Αφέντη, βασιλέα, βλέπουμε να ’ρχεται στρατός με δυο χρυσά άλογα, θα πει πως είναι βασιλιάς! «Δεν πα’ να’ρθουνε», λέει, «να πάρουν και την πόλη και όλα! Εγώ το παιδί μου έχασα! Για πάνετε παρακάτω να δείτε τους λέει».
Πάνε παρακάτω, τι να δούνε, την κοπέλα με το παλικάρι! «Ξέρω γιατί ήρθατε. Νομίζετε ότι είμαι εχθρός. Εγώ είμαι ο γιος του βασιλέα!». Τρέχουνε. λοιπόν, το λένε του βασιλιά και γίνεται ένα γλέντι, ένα πανηγύρι! Τον έκανε βασιλιά στο θρόνο του και ζήσανε αυτοί καλά και ’μεις καλύτερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου