Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

"Η γριά και το κριάρι"

(Παραμύθι από το Μελισσουργιό Κισσάμου Χανίων) 

Μια φορά ήτανε μια γριά κι ένας γέρος κι είχανε ένα κριάρι. Ο γέρος δεν την αγαπούσε τη γριά κι ήθελε να τηνε τυραννά. Της έλεγενε συνέχεια:
«Πήαινε, γριά, να φέρεις χόρτα στο κριάρι!» Η κακομοίρα μέρα-νύχτα έτρεχε και κουβάλαγε χόρτα. Το κριάρι έτρωγε, έτρωγε ασταμάτητα, κι ο γέρος ασταμάτητα την έστελνε να του φέρει χόρτα.
«Μα, γέρο μου, να το σφάξουμε πια το κριάρι!» του είπε μια μέρα. Δε μπορώ άλλο να κουβαλώ χόρτα!»
«Θα κουβαλάς!» της λέει «γιατί εγώ το κριάρι δεν το σφάζω, μέχρι να βγει το ξύγκι από τον πισινό του!»

Απογοητεύτηκε η γριά. Άμα δεν κουβάλαγε τα χόρτα, ο γέρος την έδερνε. Σου λέει ‘‘τι να κάνω; θα κουβαλάω όσο να μπορώ.’’ Ο χασάπης του χωριού όμως, την ελυπήθηκε. Της λέει μια μέρα:
«Κακομοίρα γριά, ακόμα βασανίζεσαι μ’ αυτό το κριάρι;»
«Τι να κάνω; Ο γέρος δεν θέλει να το σφάξει και τυραννιέμαι. Δε μπορώ άλλο, θα πεθάνω!»
«Είσαι μπουνταλού! Ο άντρας σου δε βλέπει καλά! Πάρε βαμβάκι και βάλε το στην ουρά του, και πες στο γερο ‘‘γερο επόρισενε το ξύγκι από τον πισινό του κριαριού, φώναξε το χασάπη!’’ Αυτός θα δει το βαμβάκι και θα το περάσει για ξύγκι. Θα έρθω εγώ τότε γρήγορα-γρήγορα να το σφάξω!»
Καλή της φάνηκε η ιδέα του χασάπη. Πιάνει κι αυτή και βάνει το βαμβάκι στην ουρά του κριαριού, και μετά μπήγει τις φωνές:
«Ώφου, γέρο, και εγίνηκε αυτό που περίμενες! Εβγήκενε το ξύγκι από τον πισινό του κριαριού! Έλα γρήγορα γιατί το ξύγκι θα βρωμέσει!»
«Φώναξε του χασάπη!» της λέει αυτός και πολεμούσε να δει το ξύγκι στον πισινό του κριαριού.
Ήρθε ο χασάπης που ήτανε μέσα στο κόλπο, έβγαλε το βαμβάκι από τον πισινό του κριαριού, το έσφαξε γρήγορα-γρήγορα.
«Πήγαινε τώρα, γρα, στον ποταμό, να πλύνεις τα άντερα του κριαριού» της λέει ο γέρος.

Πάει στον ποταμό κι εκεί που τα έπλενε, κατεβαίνει ένας αετός και της λέει:
«Γριά μου, θα μου δώσεις κι εμένα ένα κομματάκι;»
«Αχ, αϊτέ μου, που άμα σου δώσω τ’ αντέρι, θα με σκοτώσει ο γέρος την καημένη!» Κρύφτηκε ο αϊτός και μέχρι να πάει η γριά να φέρει νερό, πάει και της παίρνει τα άντερα.
Του λέει η γριά: «Δώσε μου, αϊτέ τ’ αντέρι, για θα με δείρει ο γέρος την καημένη!»
«Έφερές μου, εσύ, πουλί;» τση λέει ο αετός.
«Να το βρω πού το πουλί;» λέει αυτή.
«Στην κλωσσού!»

Πάει η κακομοίρα η γριά στην κλωσσού:
«Δώσ’ μου κλωσσού πουλί, να το πάω τ’ αετού, κι αϊτός τ’ αντέρι, να μη με δείρει ο γέρος την καημένη!»
«Έφερές μου, εσύ, στάρι;»
«Να το βρω πού, το στάρι;»
«Στον αλωνάρη».

Πάει η γριά στον αλωνάρη.
«Δώσ’ μου, αλωνάρη, στάρι, να το πάω στην κλωσσού, κι η κλωσσού πουλί, να το πάω τ’ αετού, κι αετός τ’ αντέρι, να μη με δείρει ο γέρος την καημένη!» 
Λέει: «Έφερές μου παρασύρα;»
«Είντα πού θα τηνε βρω την παρασύρα;»
«Στη βουρλιά!»

Πάει η γριά στη βουρλιά:
«Δώσ’ μου, βουρλιά, παρασύρα, να την πάω τ’αλωνάρη, κι ο αλωνάρης στάρι, να το πάω στην κλωσσού, κι η κλωσσού πουλί, να τοπάω τ’ αετού, κι αετός τ’ αντέρι, να μη με δείρει ο γέρος την καημένη!»
«Έδωσές μου, εσύ, νερό;» Γιατί η βουρλιά χωρίς νερό δε ζει.
«Πού να το βρω το νερό;»
«Στο σύννεφο!»

Πάει πάλι η γριά στο σύννεφο.
«Δώσε μου, σύννεφο, νερό, να το πάω της βουρλιάς, κι η βουρλιά παρασύρα, να την πάω τ’ αλωνάρη, κι ο αλωνάρης στάρι, να το πάω στην κλωσσού, κι η κλωσσού πουλί, να το πάω τ’ αετού, κι αετός τ’ αντέρι, να μη με δείρει ο γέρος την καημένη!»
«Μου ’φερες, εσύ, λιβάνι;»
«Πού να το βρω το λιβάνι;»
«Στον μπακάλη!»

Πάει στον μπακάλη:
«Δώσε μου, μπακάλη, λιβάνι, να το πάω στο σύννεφο,και το σύννεφο νερό, να το πάω της βουρλιάς, κι η βουρλιά παρασύρα, να την πάω τ’ αλωνάρη, κι ο αλωνάρης στάρι, να το πάω στην κλωσσού, κι η κλωσσού πουλί, να το πάω τ’ αετού, κι αετός τ’ αντέρι, να μη με δείρει ο γέρος την καημένη!»
Λέει της ο μπακάλης:
«Έφερές μου, εσύ, φιλί;»
«Πού να το βρω εγώ το φιλί;»
«Στην κοπελιά!»

Πάει η γριά στην κοπελιά:
«Δώσ’ μου, κοπελιά, φιλί, να το πάω του μπακάλη,κι ο μπακάλης λιβάνι, να το πάω στο σύννεφο, και το σύννεφο νερό, να το πάω της βουρλιάς, κι η βουρλιά παρασύρα, να την πάω τ’ αλωνάρη, κι ο αλωνάρης στάρι, να το πάω στην κλωσσού, κι η κλωσσού πουλί, να το πάω τ’ αετού, κι αετός τ’ αντέρι, να μη με δείρει ο γέρος την καημένη».
«Έφερές μου, εσύ, παπούτσια;»
«Να τα βρω πού τα παπούτσια;»
Λέει της η κοπελιά:
«Στον τσαγκάρη!»
Πάει η γριά στον τσαγκάρη:

«Δώσε μου, τσαγκάρη, παπούτσια, να τα πάω τση κοπελιάς, κι η κοπελιά φιλί, να το πάω του μπακάλη, κι ο μπακάλης λιβάνι, να το πάω στο σύννεφο, και το σύννεφο νερό, να το πάω της βουρλιάς, κι η βουρλιά παρασύρα, να την πάω τ’ αλωνάρη, κι ο αλωνάρης στάρι, να το πάω στην κλωσσού,κι η κλωσσού πουλί, να το πάω τ’ αετού, κι αετός τ’ αντέρι, να μη με δείρει ο γέρος την καημένη!»
Λέει ο τσαγκάρης:
«Έφερές μου, εσύ, πετσί για να φτιάξω τα παπούτσια;»
«Πού να το βρω εγώ το πετσί;»
«Στο γουρούνι!»

«Δώσε μου, γουρούνι, πετσί, να το πάω στον τσαγκάρη, κι ο τσαγκάρης παπούτσια, να τα πάω τση κοπελιάς, κι η κοπελιά φιλί, να το πάω του μπακάλη, κι ο μπακάλης λιβάνι, να το πάω στο σύννεφο, και το σύννεφο νερό, να το πάω της βουρλιάς, κι η βουρλιά παρασύρα, να την πάω τ’ αλωνάρη, κι ο αλωνάρης στάρι, να το πάω στην κλωσσού, κι η κλωσσού πουλί, να το πάω τ’ αετού, κι αετός τ’ αντέρι, να μη με δείρει ο γέρος την καημένη!»
Τση λέει και το γουρούνι:
«Μου έφερες εσύ βελανίδια;»
«Πού να τα βρω τα βελανίδια;»
«Στη βελανιδιά».

Πάει η γριά στη βελανιδιά. Λέει:
«Δώσε μου, βελανιδιά, βελανίδια, να τα πάω στο γουρούνι, και το γουρούνι πετσί, να το πάω του τσαγκάρη, κι ο τσαγκάρης παπούτσια, να τα πάω τση κοπελιάς, κι η κοπελιά φιλί, να το πάω του μπακάλη, κι ο μπακάλης λιβάνι, να το πάω στο σύννεφο, και το σύννεφο νερό, να το πάω της βουρλιάς, κι η βουρλιά παρασύρα, να την πάω τ’ αλωνάρη, κι ο αλωνάρης στάρι, να το πάω στην κλωσσού, κι η κλωσσού πουλί, να το πάω τ’ αετού, κι αετός τ’ αντέρι, να μη με δείρει ο γέρος την καημένη!»
Λέει της η βελανιδιά:
«Ανέβα πάνω να τα πάρεις!»

Κι ανεβαίνει η γριά στη βελανιδιά και σπάνε τα κλωνάρια, και πέφτει και σκοτώνεται.


πηγή: www.scribd.com

ΜΥΡΤΩ & ΗΡΩ ΠΟΥΡΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου